χαλαρῷ

χαλαρῷ
χαλαρός
slack
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαλαρώ — όω, ΜΑ βλ. χαλαρώνω …   Dictionary of Greek

  • χαλαρώνω — χαλαρῶ, όω, ΝΜΑ [χαλαρός] 1. καθιστώ χαλαρό κάτι, ξεσφίγγω 2. μετριάζω την ένταση νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) γίνομαι χαλαρός («χαλάρωσε το σχοινί») β) γίνομαι πλαδαρός («χαλάρωσε το δέρμα μου») 2. μτφ. α) μειώνεται η έντασή μου (α. «χαλάρωσαν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”